- ομφαλοσκοπώ
- [ομφαλοσκόπος]είμαι ομφαλοσκόπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομφαλοσκοπώ — ομφαλοσκόπησα, είμαι ομφαλοσκόπος, ασχολούμαι με την ομφαλοσκοπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)